ἐρριζωμένος

ἐρριζωμένος
ῥιζόω
cause to strike root
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εριζικόν — ἐριζικόν, τὸ (Μ) το ριζικό, το μοιραίο, το πεπρωμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ριζικό το ε τής λ. πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς σύνθ. τού ερι ή επίδραση τών ηυξημένων τύπων τού ρ. ριζώνω (πρβλ. ερριζωμένος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”